ρουθηνικός

ρουθηνικός
-ή, -ό, Ν
1. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρουθήνιο (α. «ρουθηνικό οξύ» β. «ρουθηνικό ανιόν»)
2. (γεωγρ·) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρουθηνία, περιοχή τής Δυτικής Ουκρανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ruthenic (< ruthenium, βλ. λ. ρουθήνιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαβιάρι — Εμπορική ονομασία που δίνεται στα αβγά διαφόρων ψαριών και διαίτερα των οξυρρύγχων. Οι τελευταίοι αυτοί ζουν στην Κασπία Θάλασσα και στον Εύξεινο Πόντο και αλιεύονται όταν ανεβαίνουν στους μεγάλους ποταμούς, όπως ο Βόλγας και ο Δούναβης. Χάρη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”